Ανακάλυψη Μεσοελλαδικού τύμβου – Από την προϊστορία της Ναυπάκτου
Στην οδό Παυσανία της Ναυπάκτου, πλησίον του λόφου της Δεξαμενής, ανακαλύφθηκαν το 2012 αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που καλύπτουν μια περίοδο από την Πρωτοελλαδική ΙΙ έως την Μεσοελλαδική ΙΙΙ εποχή (περίπου 2600 έως 1600 π.Χ.). Αφορούν κυρίως ένα αψιδωτό κτήριο (κτήριο Α), πάνω στο οποίο ανεγέρθηκε αργότερα μεγάλος ταφικός τύμβος (τύμβος 1). Η ανασκαφή περιορίστηκε στο ήμισυ των ανωτέρω οικοδομημάτων, καθώς εκτείνονται σε όμορη ιδιοκτησία που δεν έχει ερευνηθεί μέχρι σήμερα.
Οι συνολικές εξωτερικές διαστάσεις του κτηρίου υπολογίζονται κατά προσέγγιση σε 9,10Χ4,20 μ. (38,22 τ.μ.). Από την συνολική εικόνα του κτηρίου και τα ευρήματα (χειροποίητη κεραμική, οστά ζώων κτλ.) προκύπτει ότι μάλλον επρόκειτο για μια μεσαίου μεγέθους οικία. Το κτήριο δεν εμφανίζει σημάδια βίαιης καταστροφής, συνεπώς υποθέτουμε ότι απλά εγκαταλείφθηκε. Υπολογίζεται ότι ανήκει στην λεγόμενη Πρωτοελλαδική ΙΙ Περίοδο (2600 έως 2300 π.Χ.).
Στα μεταγενέστερα χρόνια, μετά την ερείπωση του κτηρίου ανεγέρθηκε ταφικό μνημείο, το οποίο εντοπίζεται στην περιοχή πάνω από τον δυτικό τοίχο του αρχαιότερου κτηρίου ενώ εμφανίζονται ίχνη καύσης. Μεταξύ άλλων ανευρέθησαν θραύσματα αγγείων, πολλά από τα οποία καμένα, ζωικά οστά και τριπτήρας. Από τα ευρήματα προκύπτει ότι ο χώρος είχε χρησιμοποιηθεί για προσφορές προς κάποιον θεό, αν και δεν είναι δυνατόν να ξέρουμε αν συνδέεται με τον ταφικό του χαρακτήρα ή με εναγισμούς, δηλαδή προσφορές για την αλλαγή της χρήσης του σημείου από οικία σε ταφικό μνημείο. Χρονολογείται κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙΙ Περίοδο (2300-2000 π.Χ.). Η παρουσία, μάλιστα, κεραμικής, η οποία συναντάται στις Κυκλάδες και συνδέεται με τον πολιτισμό Cetina των Δυτικών Βαλκανίων, δείχνει ότι η Ναύπακτος αποτελούσε ένα από τα σημεία πολιτισμικών και εμπορικών επαφών της εποχής.
Πάνω από το προηγούμενο σύνολο, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ταφικό τύμβο, ο οποίος οριζόταν από λίθινο περίβολο που έχει το σχήμα απλού δακτυλίου, που σχημάτιζε κανονικό κύκλο, διαμέτρου 12 μ. Φαίνεται ότι διατηρεί το αρχικό του ύψος (0,30-0,37 μ.) ενώ οι περισσότεροι λίθοι είναι τριγωνικοί, δημιουργώντας έτσι μια «οδοντωτή» εσωτερική περιφέρεια. Στο κεντρικό τμήμα του τύμβου ανακαλύφθηκαν δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι.
Ο μεγαλύτερος από αυτούς έχει διαστάσεις 1,27Χ 0,70 μέτρα και καλυπτόταν από ασβεστολιθική πλάκα. Εντοπίστηκαν σκελετικά κατάλοιπα δύο ατόμων, ενός ηλικιωμένου άνδρα και ενός νεαρού ενήλικα και ένα χειροποίητο κύπελο. Τα οστά είχαν τοποθετηθεί εκεί ύστερα από ανακομιδή. Ακολούθως, στον ίδιο τάφο βρέθηκε και σκελετός παιδιού και χειροποίητο αγγείο με λαβή. Μάλλον επρόκειτο για οικογενειακό τάφο.
Ο δεύτερος τάφος είναι μικρότερος από τον πρώτο, με διαστάσεις 0,60 Χ 0,39 μ. που καλυπτόταν επίσης με πλάκα από ασβεστόλιθο. Στο εσωτερικό του ανακαλύφθηκαν κατάλοιπα βρεφικής ταφής. Ο τάφος ήταν εντελώς ακτέριστος.
Συμπερασματικά, μπορούν να ειπωθούν τα ακόλουθα:
Η πρώτη εγκατάσταση στον χώρο έγινε στο τέλος της ΠΕΙΙ περιόδου (2600-2300 π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε ως οικία. Το κτήριο αυτό εγκαταλείφθηκε και ερειπώθηκε. Αργότερα ο χώρος ξαναχρησιμοποιήθηκε κατά την ΠΕΙΙΙ περίοδο (2300-2000 π.Χ.), μάλλον ως ταφικό μνημείο. Οι εσωτερικοί τάφοι του τύμβου χρονολογούνται στην ΜΕΙΙ έως ΜΕΙΙΙ περίοδο (1800-1600 π.Χ.).
Σε κάποια χρονική στιγμή, ο τύμβος καλύφθηκε από χώμα, το οποίο οφείλεται σε κατάρρευση του πρανούς ή άλλο φυσικό αίτιο. Στο εξής ο χώρος έμεινε ανεπηρέαστος από οικοδομική δραστηριότητα.
Από την ανασκαφή ανακαλύφθηκαν δύο ακόμα μικρότεροι τύμβοι πολύ κοντά στον πρώτο, χρονολογούμενοι στην ΠΕ ΙΙ εποχή. Ο ένας από αυτούς περιείχε δευτερογενή ενταφιασμό καμένων οστών ενήλικου άνδρα. Είναι η πρώτη τεκμηριωμένη χρήση καύσης νεκρού στην Ναύπακτο.
Οι τύμβοι αυτοί εντάσσονται στην περιοχή που εντοπίζεται ο προϊστορικός οικισμός της Ναυπάκτου, σε μια θέση όπου στην αρχαιότητα υπήρχε λίμνη ενώ έχουν βρεθεί και παλαιότερα αρχαιολογικά κατάλοιπα της μακρινής εκείνης εποχής.
(Πηγή για τα δεδομένα του παρόντος άρθρου: Φωτεινή Σαράντη, Ναύπακτος, Τοπογραφική Εξέλιξη του Άστεως και της Χώρας από την Προϊστορική Εποχή έως την Ύστερη Αρχαιότητα, Ιωάννινα 2018, σελ. 60-99)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου