Κυκλοφορία νομισμάτων στην Ναύπακτο μέχρι την λατινοκρατία και το λατινικό νομισματοκοπείο της πόλης
Παρά την πληροφορία ενός παλιού τουριστικού οδηγού της Ναυπάκτου ότι η πόλη κατά την κλασσική εποχή έκοβε νομίσματα με την επιγραφή ΝΑΥ και με την μορφή του Ηρακλή στην μία όψη και ενός κενταύρου στην άλλη, φαίνεται ότι στην πραγματικότητα αυτό δεν συνέβη ποτέ. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν παρουσιάστηκε ποτέ η ανάγκη κοπής νομισμάτων, καθώς οι συναλλαγές στο εμπορικό λιμάνι της πόλης γίνονταν με ανταλλαγές προϊόντων και με την χρήση νομισμάτων από άλλες πόλεις. Το 1936, η ανεύρεση στην Ναύπακτο θησαυρού από δέκα ασημένιους στατήρες Ήλιδος που είχε αποκρυβεί περίπου στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., επιβεβαιώνει την ανωτέρω υπόθεση.
Στους επόμενους αιώνες η κυκλοφορία νομισμάτων στην πόλη αυξήθηκε. Κατά τον 3ο αιώνα κυκλοφορούν κυρίως νομίσματα της Αιτωλικής Συμπολιτείας στην οποία είχε ενταχθεί και η Ναύπακτος. Φαίνεται πιθανό την ίδια περίοδο να είχε δοθεί στην Ναύπακτο το προνόμιο να κόβει τοπικά νομίσματα, μιας και αποτελούσε το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Συμπολιτείας, αλλά αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί από τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά δεδομένα. Στην εποχή αυτή χρονολογούνται δύο ανευρέσεις θησαυρών στην πόλη της Ναυπάκτου που αποτελούνταν από χρυσούς στατήρες και ασημένια αιτωλικά τετράδραχμα. Να σημειωθεί ότι υπάρχει παντελής απουσία μακεδονικών και ακαρνανικών νομισμάτων, το οποίο είναι λογικό, αν αναλογιστούμε τις κακές σχέσεις των Αιτωλών με τις δύο αυτές περιοχές της Ελλάδος.
Από τον 2ο μ.Χ. αιώνα αρχίζει και επικρατεί η κυκλοφορία του ρωμαϊκού και εν συνεχεία βυζαντινού νομίσματος, σηστερτίων, φόλλεων κτλ., η οποία συνέχισε μέχρι την λατινική επικυριαρχία της πόλης, κατά την οποία ξεκίνησε να λειτουργεί το πρώτο ιστορικά καταγεγραμμένο νομισματοκοπείο της πόλης.
Όλα ξεκίνησαν όταν το 1294 η Θάμαρ, η δεύτερη κόρη του Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Α΄, παντρεύτηκε τον Φίλιππο του Τάραντα, γιό του βασιλιά της Νεάπολης Καρόλου Β΄ Ανζού. Ως προίκα για τον γάμο, ο Νικηφόρος έδωσε, εκτός των άλλων, και την Ναύπακτο με την περιοχή της. Την ίδια εποχή πρέπει να ιδρύθηκε και το μεσαιωνικό νομισματοκοπείο της πόλης. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη βέβαιη αναφορά για την ύπαρξή του γίνεται το 1301, σε ένα έγγραφο του Καρόλου Β΄, που επιτρέπει στον αυθέντη των Σαλώνων Θωμά να κόβει τορνέσια στην Ναύπακτο.
Τα πρώτα νομίσματα του νομισματοκοπείου αυτού, τα λεγόμενα δηνάρια-τορνέσια (denier-tournois), αποτελούνται από μείγμα χαλκού και αργύρου. Στην πρόσθια όψη έχουν την επιγραφή: PHS.P.TAR.DESP. ή πιο σπάνια PHS.P.TAR.DESPΟ, δηλαδή Philippus Princeps Taranti Despotus ενώ στην οπίσθια όψη: NEPANTUS CIVIS, δηλαδή πόλη της Ναυπάκτου. Να σημειωθεί εδώ ο ελληνικός τίτλος του Δεσπότη που χρησιμοποιεί ο Φίλιππος. Πολύ σπάνια είναι μερικά τορνέσια που φέρουν την επιγραφή PHS.ITH.DESPI. δηλαδή Philippus ITHAMAR DESPOTI, στα οποία μνημονεύεται και η Ελληνίδα σύζυγος του Φιλίππου. Τα τορνέσια αυτά έχουν προκαλέσει πεδίο συζητήσεων για το αν πρόκειται για αναμνηστικά των γάμων του Φιλίππου ή προϊόν παραχάραξης, λόγω της κακής ποιότητάς τους.
Από το 1307 και εξής, με την ανακήρυξη του Φιλίππου πρίγκιπα της Αχαΐας, η επιγραφή διαμορφώθηκε ως εξής: PHS.P.ACH.TAR.D.R. δηλαδή Philippus Princeps Achaie Taranti Despotus Romaniae.
Περίπου το 1313, για άγνωστους λόγους, το νομισματοκοπείο της Ναυπάκτου σταμάτησε την λειτουργία του. Έχει υποστηριχτεί ότι την διακοπή του την επέβαλε ο ίδιος ο Φίλιππος, καθώς η παρουσία νομισματοκοπείου στην Ναύπακτο έβλαπτε τα συμφέροντά του στην Αχαΐα, της οποίας είχε γίνει, όπως είδαμε, πρίγκιπας. Στα περίπου είκοσι χρόνια λειτουργίας του, τα νομίσματα που έκοψε το μεσαιωνικό αυτό νομισματοκοπείο της πόλης κυκλοφόρησαν αρκετά όχι μόνο στην περιοχή της Ναυπάκτου αλλά και στις κοντινές σε αυτήν περιοχές, όπως για παράδειγμα στην Άμφισσα. Η θέση του νομισματοκοπείου, προφανώς εντός των τειχών της πόλης, παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη.
ΠΗΓΕΣ:
Δρόσος Κραβαρτόγιαννος, Η νομισματικοπία της Ναυπάκτου στον Μεσαίωνα, στο Ναυπακτιακά Ι΄, ημίτομος 2ος, σσ. 249-255.
Φ. Σαράντη, Ναύπακτος-Τοπογραφική εξέλιξη του άστεως και της χώρας
από την προϊστορική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα, 2018.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου